Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Bιολογική Γεωργία - Ένας κλάδος με λαμπρό μέλλον .



Η στροφή των Ευρωπαίων καταναλωτών στα βιολογικά προϊόντα δημιουργεί ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα για τους Ελληνες παραγωγούς, οι οποίοι παράγουν εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα και μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στις διεθνείς αγορές
Τα βιολογικά προϊόντα κατακτούν τους καταναλωτές και κερδίζουν περίοπτη θέση στα ράφια των σούπερ μάρκετ, παράλληλα η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα τόσο στην αύξηση της βιολογικής παραγωγής όσο και στο κομμάτι των εξαγωγών, καθώς μπορεί να πρωταγωνιστήσει στις διεθνείς αγορές.
Τα περιθώρια ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας στη χώρα μας είναι μεγάλα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην ορθολογικότερη αξιοποίηση των περιορισμένων διαθέσιμων οικονομικών πόρων.
Οι θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται είναι περισσότερες από εκείνες της συμβατικής, αφού πολλές εργασίες δεν γίνονται με χημικά αλλά χειρονακτικά ή με μηχανικά μέσα, ενώ αυξάνεται η οικονομική αυτονομία των εκμεταλλεύσεων λόγω των χαμηλότερων εισροών που απαιτούνται. Η δημιουργία περισσότερων θέσεων ισχύει για το σύνολο σχεδόν των βιολογικών καλλιεργειών και σε σύγκριση με τις συμβατικές αυξάνεται 20-60% ανάλογα με το παραγόμενο είδος.
Υψηλή ζήτηση
Η αύξηση της παραγωγής ελληνικών βιολογικών προϊόντων ευνοείται και από τις εξελίξεις στις σημαντικότερες αγορές της Ευρώπης, όπου η ζήτηση παραμένει υψηλή και δεν φαίνεται να επηρεάζεται από την οικονομική κρίση.
Στις ώριμες αγορές της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας, της Ελβετίας και της Δανίας υπάρχει έντονη τάση εγκατάλειψης των μεγάλων σημάτων και επιστροφής στην αυθεντικότητα, σε προϊόντα μικρών παραγωγών με απλούστερες χειροποίητες συσκευασίες και υψηλό βαθμό διαφοροποίησης.
Ενδεικτικό της τάσης αυτής είναι οι εκρηκτικοί ρυθμοί αύξησης της ζήτησης για προϊόντα με την ένδειξη «σπιτικό», «οικογενειακή παραγωγή», «συνεταιριστικό», «χειροποίητο», «ΠΟΠ», «αλληλέγγυο εμπόριο» κ.λπ., που σε ορισμένες κατηγορίες υπερβαίνει το 50%.
Η στροφή λοιπόν των Ευρωπαίων καταναλωτών στα βιολογικά προϊόντα, δημιουργεί ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα για την Ελλάδα, η οποία διαθέτει ιδιαιτερότητες όπως η μεγάλη βιοποικιλότητα, ευνοϊκές κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες για παραγωγή υψηλής ποιότητας βιολογικών προϊόντων, εξαιρετική κατάσταση περιβάλλοντος σε αρκετές περιοχές, περιορισμένη παραγωγή, μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων, υψηλή αναγνωρισιμότητα τοπικών προϊόντων (νησιά, ορεινές και ιστορικές περιοχές κ.λπ.).
Ενα μελλοντικό ελληνικό εξαγωγικό εγχείρημα υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι το 30% των ενισχύσεων του πρώτου πυλώνα της ΚΑΠ για την περίοδο 2014 -2020 συνδέονται υποχρεωτικά με παραγωγή φιλική προς το περιβάλλον, αποκατάσταση, διατήρηση και βελτίωση των οικοσυστημάτων που εξαρτώνται από γεωργία και δασοκομία, προαγωγή της αποτελεσματικότητας των πόρων και μετάβαση σε οικονομία χαμηλού διοξειδίου του άνθρακα.

Μεγάλες προοπτικές
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, την οποία συνέταξε ο δρ Αθανάσιος Δαγκαλίδης, το συνολικό μέγεθος της ελληνικής αγοράς εκτιμάται σε λιγότερο από 200 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων πάνω από το 60% αφορά εισαγόμενα, τα οποία θα μπορούσαν εύκολα να παραχθούν στην Ελλάδα, λόγω των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών.
Η αγορά των βιολογικών στην Ελλάδα έχει προοπτικές εφόσον υπάρξει αύξηση της προσφοράς εγχώριων προϊόντων σε λογικές τιμές και αύξηση της παρουσίας τους στα σημεία λιανικής πώλησης.
Προς το παρόν η ελληνική αγορά βιολογικών χαρακτηρίζεται από μικρό μέγεθος, χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης παραγωγής, έλλειψη ισχυρών δικτύων διανομής και περιορισμένη προσφορά προϊόντων εγχώριας παραγωγής. Η μεγάλη πλειοψηφία των εμπορικών και μεταποιητικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο είναι μικρού μεγέθους και συνήθως οικογενειακού χαρακτήρα, ενώ στις μεγαλύτερες εταιρείες τα βιολογικά καλύπτουν χαμηλό ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών.